νέφταλος

νέφταλος
ο
το είδος χταποδιού έφταλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναυτίλος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • έφταλος — ο 1. είδος χταποδιού με κοντά πλοκάμια, αλλ. νέφταλος 2. (κατ. επέκτ.) κοντός άνθρωπος, μικρόσωμος, ισχνός. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. νέφταλος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”